ΙΣΠΑΡΤΑ ΠΙΣΙΔΙΑΣ





Η ελληνορθόδοξη κοινότητα της Σπάρτης εμφανίζεται στη θέση νότιου τόξου του οροπεδίου του Ταύρου και βόρεια του υψώματος Αγλασούν (Σαγαλασσός), 25 χιλιόμετρα ανατολικά του Βουρδουρίου και 30 περίπου δυτικά της λίμνης Εγερδίρ, σε υψόμετρο περίπου 1.000 μέτρων.
Τοποθετείται στο κέντρο σχεδόν της αρχαίας Πισιδίας, της γνωστής από την αρχαιότητα χώρας των τραχέων και πολεμικών Πισιδών, οι οποίοι δε δίστασαν να προβάλουν σθεναρή αντίσταση και σ’ αυτόν τον ίδιο το Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος έχασε στη μάχη της Σαγαλασσού το διοικητή των τοξοτών του, Κλέανδρο. Οι Πισίδες, φύλο με καθαρά ελληνικές αρετές (φιλοπατρία, αυτοθυσία) θα επιβιώσουν των πολέμων των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και θα αναδείξουν σημαντικές πολιτείες κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, με πρώτη την πασίγνωστη κι από τις πορείες του Αποστόλου Παύλου, Μικρή Αντιόχεια, την Πισιδική Αντιόχεια και μετά τη Σαγαλασσό, την Απολλωνία, τη Βάριτα, την οποία πολλοί θεωρούν ως την πρόδρομο - πόλη της Σπάρτης (ες - Βάριτα, εσ-πάριτα, εσπάρτα, Σπάρτα).
Στη Βυζαντινή περίοδο που ακολούθησε, η Πισιδία, με την επικράτηση του χριστιανισμού, αποκτά ιδιαίτερο κύρος, καθώς αποτελεί εκκλησιαστική επαρχία, την κατοπινή Μητρόπολη Πισιδίας, με πολλές επισκοπές.
Ο 11ος αιώνας σημαδεύει την εξέλιξη της περιοχής, καθώς οι Σελτζούκοι Τούρκοι σαρώνουν τις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντίου και ιδρύουν το κράτος του Ικονίου. Μ’ ένα μικρό διάλειμμα, όπου η Πισιδία γυρίζει στο Βυζάντιο, η χώρα θα κατακτηθεί πάλι από τους Τούρκους, τους Οσμανλήδες αυτή τη φορά.
Οι διωγμοί των χριστιανών τότε υπήρξαν φοβεροί. Το συναξάρι αναφέρει τη σφαγή 10.000 Πισιδών χριστιανών, ενώ παρέμενε στο διάβα των αιώνων η δοξασία ότι μιας ολόκληρης γενιάς ορθοδόξων της περιοχής είχαν κοπεί οι γλώσσες, για να μη μπορούν να μιλούν τη μητρική τους γλώσσα.
Οι Ελληνορθόδοξοι της Σπάρτης (με όποιο όνομα μπορεί αυτή η πόλη να ήταν τότε γνωστή, ως παραφθορά του Σπάρτη ή όχι: Σάπορδα, Σάμπαρτα κ.λ.π) διασκορπίζονται στα γύρω ορεινά μέρη για να επιβιώσουν.
Όταν όμως κατακάθεται λίγο η μανία των διώξεων και γίνεται φανερό ότι οι Τούρκοι χρειάζονταν το μυαλό και την επιδεξιότητα των Ελλήνων, τους επιτρέπεται να επανακατοικήσουν την πόλη τους, κατά τα τέλη του 16ου αιώνα, ύστερα κι από ενέργειες στην Πύλη του σημαντικού παράγοντα Χατζή-Χουρμούς (Χουρμούζιου), ιδρύοντας δική τους συνοικία, στις νότιες άκρες της (ένα είδος «γκέτο»), η οποία ονομάσθηκε «Εμριέ», που σημαίνει «κατά διαταγή» (εννοείται του σουλτάνου).
Έτσι η Σπάρτη (η Ελληνορθόδοξη κοινότητά της) ουσιαστικά αρχίζει την ιστορία της στη μεταβυζαντινή εποχή, από τα τέλη, δηλαδή, του 16ου αιώνα και τη συνεχίζει αδιάλειπτα έως τον Οκτώβριο του 1922, όταν έγινε ο μεγάλος και επώδυνος ξεριζωμός!
Με τη Σπάρτη μαζί στο προσκήνιο και οι κάτοικοι της, οι Σπαρταλήδες. Ο όρος, περίπου, με την Τουρκική κατάληξη (αλ - αλης) αποδίδεται και στους Τούρκους και στους Έλληνες κατοίκους της. «Σπαρταλήδες» οι Έλληνες, «Ισπαρταλιλάρ» οι Τούρκοι.
Οι ασχολίες των κατοίκων της Σπάρτης, στα τελευταία τουλάχιστον 200 χρόνια πριν από την καταστροφή ήταν ποικίλες.
Χαρακτηριστικό όμως στοιχείο της πολιτείας είναι οι ροδώνες, που την περιβάλλουν. Πλημμυρίζουν με τη μεθυστική τους ευωδιά ολόκληρο το υψίπεδο, κάθε Μάη. 
Τα τριαντάφυλλα ήταν, μετά το χαλί, η κύρια απασχόληση των κατοίκων. Η περιοχή έβγαζε πολύ ροδέλαιο, το περισσότερο της Τουρκίας. Βασικό προϊόν, τουλάχιστον ως τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, ήταν και το όπιο (για φαρμακευτικούς λόγους).
Η γεωργία ανήκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στους Τούρκους, το ίδιο και η  κτηνοτροφία, με την καλλιέργεια των αγρών, των ρόδων και των αμπελιών. Και η εκτροφή προβάτων με τη χοντρή ουρά, των περίφημων «μερινός». Οι Έλληνες είχαν κλήρο, αλλά κατά κύριο λόγο, μέσα στο αστικό κέλυφος της πολιτείας, για ασφάλεια. Καλλιεργούσαν τ’ αμπελάκι τους, για το ούζο κυρίως και το ρακί, τα οπωροφόρα δέντρα τους. Φρόντιζαν τα λίγα ζωντανά τους, αλλά, εκτός κάποιων εξαιρέσεων (γουναράδες), δεν απομακρύνονταν από την πόλη.
Η βιοτεχνία τα τελευταία χρόνια, ειδικά στο χαλί, είχε σχεδόν εξελιχθεί σε βιομηχανία. Το χειροποίητο χαλί, τύπου «Σπάρτα χαλησί», ήταν η κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα των Ελλήνων, μαζί με την οικοτεχνία των αλατζάδων.